αγυιοπλαστέω

αγυιοπλαστέω
ἀγυιοπλαστέω (Α)
οικοδομώ κατά μήκος τών οδών, σε σειρές, σε στοίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγυια + πλάσσω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀγυιοπλαστήσαντες — ἀγυιοπλαστέω to build in streets aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”